- ηλεκτροκολοφώνιο
- τοχημ. το υπόλειμμα που παραμένει κατά την ξηρά απόσταξη τού ηλέκτρου, η οποία γίνεται για παραλαβή τού ηλεκτρικού οξέος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek